- πτηνολέτιν
- πτηνολέτιςbird-killingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτηνολέτις — ιδος, ἡ, Μ αυτός που αφανίζει τα πουλιά («δίκτυον... πτηνολέτιν νεφέλην», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνόν + ὀλέτις, θηλ. τού ὀλέτης «καταστροφέας» (πρβλ. παιδ ολέτις)] … Dictionary of Greek